Η βουβωνοκήλη αποτελεί την πιο συχνή σε εμφάνιση μορφή κήλης στο κοιλιακό τοίχωμα, και πιο συγκεκριμένα στη βουβωνική περιοχή. Για την αποφυγή δυσάρεστων αλλά και επικίνδυνων για την υγεία του ασθενούς συμπτωμάτων, η χειρουργική επέμβαση για την επιδιόρθωση της συγκεκριμένης μορφής κήλης αποτελεί τη συνιστώμενη μέθοδο. Η αντιμετώπιση της βουβωνοκήλης πραγματοποιείται στην πλειοψηφία της χειρουργικά, και η βέλτιστη μέθοδος επιλέγεται από τον εκάστοτε χειρουργό ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης. Πλέον, έχει καθιερωθεί η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης ως προτιμώμενη μέθοδος, καθώς προσφέρει σημαντικά μετεγχειρητικά οφέλη στον ασθενή. Η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης μπορεί να διενεργηθεί με δύο τεχνικές, την ενδοσκοπική τεχνική TEP (Totally Extraperitoneal Repair) και τη λαπαροσκοπική τεχνική TAPP (Transabdominal Pre-Peritoneal Repair). Και στις δύο περιπτώσεις στον ασθενή χορηγείται γενική αναισθησία και στη συνέχεια πραγματοποιείται μια μικρή τομή μέσα ή ακριβώς κάτω από τον ομφαλό. Η κοιλιά φουσκώνεται με αέριο διοξειδίου του άνθρακα μέσω μιας τομής ώστε ο χειρουργός να μπορεί να δει τα όργανα της κοιλιακής χώρας και να αποκτήσει τον απαραίτητο χώρο ώστε να διενεργήσει την επέμβαση. Έπειτα, μέσα από άλλες δύο μικροσκοπικές τομές εισάγεται το λαπαροσκόπιο, δηλαδή ένα μακρύ όργανο με κάμερα, και τα χειρουργικά εργαλεία. Το εσωτερικό των οργάνων μεταφέρεται σε μια οθόνη υψηλής ευκρίνειας, μέσω της οποίας ο χειρουργός βλέπει τις κινήσεις για την επιδιόρθωση της βουβωνοκήλης. Η διαφορά των δύο τεχνικών συνίσταται στο γεγονός ότι κατά τη μέθοδο TAPP ο χειρουργός αποκτά πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ενώ στην TEP δεν πραγματοποιείται είσοδος στην περιτοναϊκή κοιλότητα, αλλά αποκτάται πρόσβαση στην κήλη έξω από το περιτόναιο, δηλαδή τη λεπτή μεμβράνη που καλύπτει τα όργανα στην κοιλιακή χώρα. Η κατάλληλη τεχνική επιλέγεται με βάση την κρίση του χειρουργού και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε ασθενούς. Στη λαπαροσκοπική τεχνική TAPP για την επέμβαση βουβωνοκήλης τα λαπαροσκοπικά εργαλεία εισάγονται μέσω του κοιλιακού μυϊκού τοιχώματος και μέσω της επένδυσης που καλύπτει τα όργανα της περιοχής, το οποίο ονομάζεται περιτόναιο. Μέσα στην κοιλότητα του περιτοναίου, απομακρύνεται ένα τμήμα αυτού πάνω από την κήλη, και αφού επανατοποθετηθεί το περιεχόμενο αυτής πίσω στη θέση του, προστίθεται ένα τμήμα συνθετικού πλέγματος στην εξασθενημένη περιοχή του κοιλιακού τοιχώματος για την ενίσχυσή του αλλά και την αποφυγή πιθανής μελλοντικής υποτροπής. Η Ενδοσκοπική τεχνική TEP αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους για τη λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης πραγματοποιούνται 3 μικροσκοπικές τομές οι οποίες δεν υπερβαίνουν το μέγεθος των 5 εκατοστών έκαστη. Ο χειρουργός μέσα από τη μία από τις τομές εισάγει το λαπαροσκόπιο, το οποίο προβάλλει την εικόνα του εσωτερικού της πάσχουσας περιοχής σε μια οθόνη υψηλής ευκρίνειας, η οποία προσφέρει λεπτομερή και μεγεθυμένη απεικόνιση, ώστε να επιτευχθεί πλήρης ακρίβεια κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης της επέμβασης. Το περιεχόμενο της κήλης τοποθετείται πίσω στην αρχική του θέση, ενώ στο σημείο της κήλης τοποθετείται ένα ειδικό πλέγμα από συνθετικό υλικό, το οποίο ενισχύει το κοιλιακό τοίχωμα, ώστε να αποφευχθούν τυχόν μελλοντικές υποτροπές. Η λαπαροσκοπική επέμβαση βουβωνοκήλης προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στον ασθενή, καθώς ελαχιστοποιεί το μετεγχειρητικό πόνο, επιταχύνει την ανάρρωση και την επάνοδο του ασθενούς στις καθημερινές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα προσφέρει ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τραυματισμού των νεύρων που εντοπίζονται στο βουβωνικό πόρο. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να μην ενδείκνυται η λαπαροσκοπική μέθοδος. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν η περίσφιξη της βουβωνοκήλης, η ύπαρξη σοβαρών καρδιοαναπνευστικών παθήσεων, η αδυναμία του ασθενούς να υποβληθεί σε γενική αναισθησία αλλά και διενέργεια προηγούμενων επεμβάσεων στην κοιλιακή χώρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αρμόδιος χειρουργός διενεργεί συνήθως ανοιχτή επέμβαση.