Η διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων στην κοιλιακή χώρα έχουν ως συνέπεια την αποδυνάμωση των μυών του κοιλιακού τοιχώματος. Οι τομές αυτές συντελούν στη διακοπή της συνεχούς πορείας των μυών, αποδυναμώνοντας την ισχυρή σύνθεση του κοιλιακού τοιχώματος. Αυτό συντελεί σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων στη διαμόρφωση κήλης στο σημείο όπου έχει διενεργηθεί χειρουργική τομή. Ένας σημαντικός αριθμός ασθενών που έχει υποβληθεί σε επέμβαση στην κοιλιακή χώρα ενδέχεται να εμφανίσει τη συγκεκριμένη μορφή κήλης, δηλαδή μετεγχειρητική κήλη. Η μετεγχειρητική κήλη διαμορφώνεται όταν ένα μέρος του ενδοκοιλιακού περιεχομένου, το οποίο περιλαμβάνει τμήμα του εντέρου, άλλου οργάνου ή λιπώδους ιστού διαφεύγει από την αρχική ανατομική θέση του και προπίπτει μέσα από την παλαιότερη χειρουργική τομή. Η συγκεκριμένη μορφή κήλης είναι πιο πιθανό να αναπτυχθεί μέσα σε τρεις έως έξι μήνες μετά το χειρουργείο ή και μετά από χρόνια από την διενέργεια της επέμβασης στην κοιλιακή χώρα, με συχνό ποσοστό εμφάνισης. Η μετεγχειρητική κήλη προκύπτει συνήθως μετά από άσκηση αυξημένης πίεσης στην κοιλιακή χώρα. Όταν ασκηθεί οποιαδήποτε μορφής πίεση στην ανατομική περιοχή όπου εντοπίζεται η χειρουργική τομή πριν αυτή επουλωθεί επαρκώς, ενδέχεται να προκληθεί η εμφάνιση μετεγχειρητικής κήλης. Η συγκεκριμένη κήλη μπορεί να εμφανιστεί εξαιτίας διαφορετικών παραγόντων. Τα άτομα που συμμετέχουν σε υπερβολική ή πρόωρη έντονη σωματική δραστηριότητα μετά την επέμβαση, αυξάνουν απότομα το σωματικό τους βάρος σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την επέμβαση ή αυξάνουν την άσκηση ενδοκοιλιακής πίεσης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πριν η τομή επουλωθεί πλήρως, κινδυνεύουν ιδιαίτερα να εμφανίσουν τη συγκεκριμένη μορφή κήλης. Στους παράγοντες που ευθύνονται για την ανάπτυξη μετεγχειρητικής κήλης συγκαταλέγεται παράλληλα η διενέργεια διαδοχικών χειρουργικών επεμβάσεων στην κοιλιακή περιοχή, η προβληματική τεχνική συρραφής της τομής, όπως η διενέργεια υπερβολικά σφιχτών ραμμάτων αλλά και η ανάπτυξη λοίμωξης στην περιοχή του τραύματος. Επίσης, αν κάποια γυναίκα μείνει έγκυος πριν επουλωθεί πλήρως η χειρουργική τομή, ενδέχεται να εμφανίσει μετεγχειρητική κήλη. Επιβαρυντικό παράγοντα συνιστά το κάπνισμα, ο χρόνιος βήχας, αλλά και η ύπαρξη διαταραχών στο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως η ανοσοκαταστολή. H μετεγχειρητική κήλη γίνεται αισθητή με την ύπαρξη μιας ορατής διόγκωσης στην περιοχή της προηγούμενης χειρουργικής τομής. Συνήθως συνοδεύεται από συμπτώματα όπως εκδήλωση δυσφορίας και αίσθημα καύσου. Όπως και οι υπόλοιπες κήλες, υπάρχει η πιθανότητα ανάπτυξης περίσφιξης των ενδοκοιλιακών σπλάχνων, με ταυτόχρονη εκδήλωση συμπτωμάτων όπως έντονο κοιλιακό άλγχος, πυρετός, ναυτία και δυσκοιλιότητα. Αν δεν πραγματοποιηθεί έγκαιρη αντιμετώπιση, τότε ενδέχεται να προκληθεί ειλεός, ισχαιμία και διάτρηση ή η νέκρωση του τμήματος του προσπίπτοντος εντέρου, γεγονός που επιβάλει επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση. Οι μετεγχειρητικές κήλες δεν υποχωρούν από μόνες τους και κατά συνέπεια απαιτούν χειρουργική θεραπεία ώστε να αποκατασταθούν αποτελεσματικά. Η προτιμώμενη θεραπεία για μια μετεγχειρητική κήλη καθορίζεται από τον αρμόδιο χειρουργό με βάση αρκετούς παράγοντες όπως η γενική υγεία του ασθενούς, η ανατομία, η έκταση και η θέση της κήλης και το επιθυμητό επίπεδο μελλοντικής σωματικής δραστηριότητας. Η θεραπεία θα εξαρτηθεί επίσης από το εάν η κήλη έχει επηρεάσει αρνητικά τα αποτελέσματα της αρχικής χειρουργικής επέμβασης, απαιτώντας πρόσθετες χειρουργικές διεργασίες πριν αποκατασταθεί η κήλη. Η προτιμώμενη μέθοδος για τη χειρουργική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης μορφής κήλης είναι η λαπαροσκοπική επέμβαση μετεγχειρητικής κήλης.