Το παχύ έντερο αποτελεί το τελικό τμήμα του πεπτικού σωλήνα, ανάμεσα στο λεπτό έντερο και το ορθό. Εντοπίζεται στην κοιλιακή και πυελική χώρα, και αποτελείται από 4 βασικά τμήματα, το ανιόν, το εγκάρσιο, το κατιόν και το σιγμοειδές, το οποίο συνιστά το τελικό τμήμα του οργάνου. Το τοίχωμα του παχέος εντέρου διαμορφώνεται με την ύπαρξη 4 στρωμάτων, του βλεννογόνου, του υποβλενογγόνου, της μυϊκής στιβάδας η οποία παρέχει στήριξη και διευκολύνει τη διενέργεια κινήσεων του οργάνου, όπως η σύσπαση, και του εξωτερικού λεπτού στρώματος, του ορογόνου. Οι βασικές λειτουργίες του συγκεκριμένου οργάνου περιλαμβάνουν την απορρόφηση ηλεκτρολυτών και νερού, τη συγκράτηση και την απομάκρυνση των κοπράνων. Στο παχύ έντερο ενδέχεται να εκδηλωθούν καλοήθεις όγκοι, αλλά και να εμφανιστούν καρκινικά κύτταρα, δηλαδή καρκίνος του παχέος εντέρου. Ένας όγκος διαμορφώνεται έπειτα από τον αφύσικο πολλαπλασιασμό του αριθμού των κυττάρων, ο οποίος μπορεί να είναι καλοήθης, δηλαδή μη καρκινικός, ή κακοήθης, δηλαδή να προκαλέσει καρκίνο. Οι καλοήθεις όγκοι που εντοπίζονται στην περιοχή του παχέος εντέρου είναι μορφώματα που δεν μπορούν να εξελιχθούν σε καρκινικά, ενώ δεν παρουσιάζουν μεταστατική δυνατότητα προς άλλα όργανα. Η πλειοψηφία των συγκεκριμένων όγκων δεν παρουσιάζει απειλή προς την υγεία του ασθενούς, ενώ ενδέχεται να παραμείνουν ασυμπτωματικοί. Μορφές καλοήθων όγκων του παχέος εντέρου συνιστούν τα αδενώματα, τα λιπώματα, τα αμαρτώματα και τα λειομυώματα. Η πιο κοινή μορφή καλοήθων όγκων που σχηματίζονται στο παχύ έντερο είναι οι πολύποδες. Οι πολύποδες εντοπίζονται στο βλεννογόνο, δηλαδή στο εσωτερικό τοίχωμα του παχέος εντέρου και αυξάνονται σταδιακά σε μέγεθος με την πάροδο του χρόνου. Στην πλειοψηφία τους παραμένουν ασυμπτωματικοί, και ανευρίσκονται τυχαία κατά τη διάρκεια κάποιας διαγνωστικής εξέτασης. Σε περίπτωση που προκαλέσουν συμπτώματα, αυτά περιλαμβάνουν αιμορραγία, διαταραχή των κενώσεων, κοιλιακό άλγος και αναιμία. Διακρίνονται σε αμαρτωματικούς, υπερπλαστικούς, φλεγμονώδεις και αδενωματώδεις. Οι αδενωματώδεις πολύποδες, οι οποίοι σχηματίζονται στους αδένες της επένδυσης του παχέος εντέρου, ενδέχεται σε βάθος χρόνου να εκδηλώσουν κακοήθεια. Η θεραπεία για τους καλοήθεις όγκους του παχέος εντέρου είναι κατά βάση χειρουργική. Αν διενεργηθεί κολονοσκόπηση και κατά τη διάρκειά της εντοπιστεί κάποιος πολύποδας, τότε ακολουθεί πολυπεκτομή, δηλαδή η ενδοσκοπική αφαίρεση αυτού κατά τη διάρκεια της εξέτασης παράλληλα με τη διενέργεια βιοψίας ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα κακοήθειας. Αν το μέγεθος του πολύποδα δεν επιτρέπει την ενδοσκοπική απομάκρυνση, τότε πραγματοποιείται χειρουργική επέμβαση για την απομάκρυνση αυτού μέσω της κοιλιακής ή της πρωκτικής χώρας, ανάλογα με το σημείο του παχέος εντέρου στο οποίο εμφανίζεται το συγκεκριμένο μόρφωμα. Όταν οι καλοήθεις όγκοι του παχέος εντέρου δεν επιτρέπουν την εκδοσκοπική αφαίρεση εξαιτίας του αυξημένου μεγέθους τους ή του εντοπισμού τους σε πολλαπλά σημεία, τότε συνιστάται χειρουργική επέμβαση για την εκτομή του όγκου και του πάσχοντος τμήματος του παχέος εντέρου, μέσα από τη διενέργεια κολεκτομής.